(Ρεμπέτικο)

Φτάσαμε ξανά σε στεριές μανιώδεις, καταθλιπτικές

με αχανή δάση, μα και ομορφιές φυσικές

και αφού ξεμπαρκάραμε με μαύρο μαντήλι και πόθους στο μυαλό

μείναμε σ’ εκείνα τα μέρη σε όλον αυτόν που πέρασε τον καιρό

 

(Ρίχτα, Στελάκη)

 

Τράβα και πες στους φίλους μας

σε όσους μας αγαπάνε

ζητευτές μείναμε εδώ

δεν θε να ξεκολλάμε

 

(Άλα)

 

Παρά μονάχα πίνουμε

φαρμάκι πια για μέλι

και όσες χαρές μας απαντούν

χίλια κακά μας φέρνει

 

(Αμάν)

 

Τρέξε και πες πως δίνονται

στο διάολο πεσκέσι

αυτοί που ’μαθαν ν’ αγαπούν

τυφλοί πάνω απ’ τη μέση

 

(Ωχ, αμάν)

 

Τρέξε να πεις πως ξεψυχούν

και δίνουν τη ζωή τους

και πως γι’ αυτούς δεν νοιάζονται

αυτές που τρώνε το κορμί τους

 

(Ωχ, αμάν, αμάν)

 

Τρέξε να πεις στους φίλους τους

να μάθουνε κι εκείνοι

πως θηλυκό σαν βάλεις πάνω σου

αφέντης θα σου γίνει

 

 

 

(Βαρύς και ασήκωτος καημός σε βρήκε, αδερφάκι)

 

Σαν τους λωτούς εφάγαμε

δεν πήραμε χαμπάρι

ότι στης σάρκας το βαθύ

κλειστήκαμε αμπάρι

 

(Βαρύς νταλκάς η λησμονιά και ο θάνατος, μικρό μου)



  • « Όλα τα Πνευματικά Δικαιώματα των ποιημάτων έχουν επιφυλαχθεί για τον Γεώργιο Ιωάννου Χατζή, τον μαέστρο μου. »